ἀνακαλοῦσαν

ἀνακαλοῦσαν
ἀνακαλέω
call up
pres part act fem acc sg (attic epic doric)
ἀνακαλέω
call up
fut part act fem acc sg (attic epic doric)
ἀνακαλέω
call up
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπομπείον — τὸ, Α [ψυχοπομπός] τόπος στον οποίο οι νεκρομάντεις ανακαλούσαν τις ψυχές τών πεθαμένων για να τούς ρωτήσουν για τα μέλλοντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”